- πολιτευόμενος
- πολῑτευόμενος , πολιτεύωto be a citizenpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτευόμενος — η, ο μτχ. ενεστ. του πολιτεύομαι, ως ουσ., ο πολιτευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… … Dictionary of Greek
Ηλιόπουλος, Ντίνος — (Αλεξάνδρεια 1913 – Αθήνα 2001). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Φοίτησε στη δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη και πρωτοεμφανίστηκε το 1944 στο έργο του Λέο Λεντς Κυρία, σας αγαπώ. Η Μαρίκα Κοτοπούλη διέκρινε πολύ γρήγορα το… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
Γιαννακόπουλος, Χρήστος — (1909 – 1963). Θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με διάφορους συγγραφείς και ανέβασε πολλές επιθεωρήσεις και οπερέτες. Στενότερος συνεργάτης του υπήρξε ο Αλέκος Σακελλάριος. Μαζί έγραψαν πλήθος επιθεωρήσεων και… … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
ՎԱՐԻՉ — (րչի. չաց.) NBH 2 0794 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c ա.գ. κυβενήτης gubernator, rector. Որ վարէ. ղեկավար. ուղղիչ. առաջնորդ. քաղաքապետ. իշխան. (ռմկ. կառավար ). *Եօթն հովիւ, եւ ութ վարիչ մարդկան (կայ եւ ձ. վարիչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πολιτευτής — ο αυτός που μετέχει στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλ. πολιτευόμενος: Είναι πολιτευτής της περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ИСИДОР ПЕЛУСИОТ — [греч. ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης] (между 350 и 360 между 435 и 440), прп. (пам. 4 февр.), экзегет и богослов, автор писем экзегетического и нравоучительного содержания. Жизнь Прп. Исидор Пелусиот. Фрагмент минейной иконы. Нач. XVII в. (ЦАК МДА) Прп … Православная энциклопедия